ειρωνεία

ειρωνεία
η (AM εἰρωνεία)
λεπτός εμπαιγμός τών ελαττωμάτων, τής συμπεριφοράς ή τών λόγων τών άλλων
νεοελλ.
φρ.
1. «ειρωνεία τής τύχης» — η απροσδόκητη αλλαγή προς το χειρότερο τής τύχης που φαινόταν ευνοϊκή
2. «σωκρατική ειρωνεία» — η φιλοσοφική, παιδευτική μέθοδος τού Σωκράτη που υποκρίνεται ότι αγνοεί κάτι και ζητεί να τόν φωτίσει ο συνομιλητής του για να φανεί στο τέλος η άγνοια ή η αντίφαση στους λόγους τού συνομιλητή και να βρεθεί η αλήθεια
3. «τραγική ειρωνεία» — η τεχνική τού δράματος κατά την οποία ο θεατής που έχει κατανοήσει τα αληθινά περιστατικά αγωνιά για την τύχη τού τραγικού ήρωα ο οποίος τά αγνοεί
αρχ.
1. προσποίηση άγνοιας για να φανεί η άγνοια τού συνομιλητή ή τού αντιπάλου
2. προσποιητή μετριοφροσύνη
3. προσποιητή προθυμία στην αρχή ενός έργου που στη συνέχεια ατονεί
4. απόκρυψη τής πραγματικής διαθέσεως
5. πρόφαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εἰρωνεία — εἰρωνείᾱ , εἰρωνεία dissimulation fem nom/voc/acc dual εἰρωνείᾱ , εἰρωνεία dissimulation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρωνείᾳ — εἰρωνείᾱͅ , εἰρωνεία dissimulation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειρωνεία — η 1. σαρκασμός, χλευασμός, κοροϊδία, πείραγμα. 2. το να λέει κανείς το αντίθετο από εκείνο που πιστεύει, έτσι ώστε να φαίνεται η κοροϊδευτική του πρόθεση. 3. (φιλοσ.), προσποίηση άγνοιας του θέματος, που αποσκοπεί στη σύγχυση του αντιπάλου, για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰρωνείας — εἰρωνείᾱς , εἰρωνεία dissimulation fem acc pl εἰρωνείᾱς , εἰρωνεία dissimulation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρωνείαν — εἰρωνείᾱν , εἰρωνεία dissimulation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρωνειῶν — εἰρωνεία dissimulation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρωνεῖαι — εἰρωνεία dissimulation fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρωνείαις — εἰρωνεία dissimulation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Irony — Ironic redirects here. For the song, see Ironic (song). For other uses, see irony (disambiguation). A Stop sign ironically defaced with a beseechment not to deface stop signs Irony (from the Ancient Greek εἰρωνεία eirōneía, meaning dissimulation… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”